“”Ηρωΐδα της Ρωσίας””.Με διάταγμα που υπέγραψε ο Ρωσος πρόεδρος απονέμεται ο παραπάνω τίτλος με τα ανάλογα οικονομικά κ.α προνόμια καθώς και εφάπαξ καταβολή 1 εκατομ ρουβλίων σε μητέρες που ανέθρεψαν πάνω από δέκα παιδιά.

Posted by PROSKINITIS

=========

Σχολιο Οδοιπ.

Ο “παιδοφιλος” Πουτιν (οπως τον κατηγορουν ) και ο “αντρας” Ζελενσκι” (οπως τον κατηγορουν )……. Βεβαιως και οι λαοι ευθυνονται για τους ηγετες τους .αφου αυτοι ολες τις εποχες “εδειχναν/καθοριζαν”” τον δρομο ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ επετρεπε ο Θεος για να δοκιμασει πιστη και μετανοια απο του ανθρωπους……

================

Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος. Αποκάλυψη Αγγέλου περί της ψυχής του ανθρώπου μετά θάνατον.

Καθὼς ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος βάδιζε μέσα στὴν ἀχανῆ ἔρημο, τὸν ἀκολούθησε ἕνας ῎Αγγελος. ῎Εστρεψε νὰ δεῖ, κ᾿ ἐκεῖνος τὸν χαιρέτησε πολὺ σεβαστικά:
– Εὐλόγησον, ἅγιε Γέροντα!

῾Ο ἀββᾶς Μακάριος τὸν πέρασε γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς τῆς ἐρήμου καὶ τοῦ εἶπε, ἀνταποδίδοντας τὸν χαιρετισμό:
– ῾Ο Κύριος νὰ σ᾿ εὐλογήσει καὶ νὰ σὲ συγχωρήσει, τέκνο μου.

Περπάτησαν ἔτσι μαζὶ κάμποσο διάστημα. Καὶ ὁ ἅγιος Γέροντας, βλέποντας τὴν ὅλη παρουσία, ποὺ ἄστραφτε ἀπὸ φῶς καὶ ὡραιότητα, τοῦ λέει κάποια στιγμή:
– Τέκνον μου, σὲ βλέπω καὶ ἀπορῶ, θαυμάζοντας τὴ μορφή σου ποὺ ἀστραποβολεῖ καὶ τὴν ὡραιότητά σου τὴν ἀπαρόμοιαστη. Καί ἐπειδή, ὡς ἄνθρωπος, δὲν ἔτυχε ποτὲ νὰ δῶ τόσην ὀμορφιά σὲ ἄνθρωπο τοῦ κόσμου, ἀρχίζω καὶ ἀναρωτιέμαι μήπως δὲν εἶσαι ἄνθρωπος; Σε ἐξορκίζω, λοιπόν, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νὰ μοῦ πεῖς τὴν ἀλήθεια.

Τότε ὁ ῎Αγγελος ἔβαλε μετάνοια στὸν ἅγιο Μοναχό, καὶ τοῦ λέει:
– Εὐλόγησον, ἅγιε πάτερ. ῞Οπως καλὰ τὸ διέκρινες, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶμαι ῎Αγγελος· καί ἦρθα νὰ σὲ διδάξω τά ἄγνωστα μυστήρια ποὺ δὲν ξέρεις καί ἔχεις τόσην ἐπιθυμία νὰ μάθεις. ᾿Αφοῦ, λοιπόν, γι᾿ αὐτὸ ἦρθα, ρώτησε με γιὰ ὅ,τι θέλεις νὰ μάθεις κ᾿ ἐγὼ θὰ σοῦ ἀποκριθῶ.

Καὶ ὁ ἅγιος Μοναχός, μὲ τὴ σειρά του, ἔβαλε κι αὐτὸς μετάνοια στὸν ἅγιον ῎Αγγελο, ἔστρεψε τὰ χέρια καὶ τό βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε:
– Σ᾿ εὐχαριστῶ, πανάγαθε Κύριε, ποὺ μὲ λυπήθηκες καὶ μοῦ ἔστειλες ὁδηγὸ καὶ διδάσκαλο, γιὰ νὰ μὲ διδάξει ὅσα δὲν ξέρω κ᾿ ἐπιθυμῶ νὰ μάθω ἀπὸ τ᾿ ἀπόκρυφα καὶ ἄρρητα μυστήρια τῆς πίστεως!

Καὶ μὲ μιὰ πολὺ εὐγενικὴ προθυμία ὁ ῎Αγγελος λέει στὸν ἀββᾶ Μακάριο:
– ῎Ελα, λοιπόν, ἅγιε Γέροντα καὶ πάτερ· ἄρχισε τὶς ἐρωτήσεις σου.
Πές μου, σὲ παρακαλῶ, ἅγιε ῎Αγγελε: οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναπαύονται καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους φεύγουν ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο, ἐκεῖ στὸν ἄλλο, τὸν αἰώνιο, ἀναγνωρίζουν ἄραγε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο;
– ῎Ακουσε, ἅγιε πάτερ,
 ἀποκρίνεται ὁ ῎Αγγελος. ῞ Οπως ἀκριβῶς συμβαίνει σέ αὐτό τὸν κόσμο, ὅπου κοιμοῦνται τὸ βράδυ καὶ ξυπνοῦνε τὸ πρωΐ, καὶ ὅταν σηκώνονται ἀναγνωρίζουν αὐτοὺς ποὺ εἶχαν συναντήσει τὴν προηγούμενη μέρα, καὶ συνομιλοῦν μαζί τους, ἤ τρῶνε καὶ πίνουν καί εὐφραίνονται ἀντάμα, ρωτώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γιὰ διάφορα θέματά τους , ἔτσι γίνεται καὶ στὸν ἄλλον κόσμο· ὁ ἕνας βλέπει καὶ ἀναγνωρίζει τὸ συνάνθρωπό του, εὐφραίνεται μὲ τὴ συντροφιά του καὶ συνομιλεῖ μαζί του, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει κ᾿ ἐδῶ κάτω, ποὺ ὅταν βγαίνει κανεὶς ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι του ἤ πάει στὴν ἀγορά, καί ἐκεῖ βλέπει φτωχοὺς ἤ ἄρχοντες καὶ ρωτάει, «ποιὸς εἶναι αὐτὸς» καὶ «ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος», καὶ ρωτώντας μαθαίνει καὶ γνωρίζει καὶ κείνους ποὺ δὲν εἶχε τύχει ποτὲ νὰ συναντήσει, ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει κ᾿ ἐκεῖ ψηλὰ μὲ τοὺς δικαίους· ὑπογραμμίζω τοὺς δικαίους, γιατὶ αὐτὸ τὸ προνόμιο δὲν τό ᾿χουν οἱ ἁμαρτωλοί.

Προχωρώντας, ὁ ἀββᾶς Μακάριος ξαναρωτάει τὸν ῎Αγγελο:
– ᾿Απάντησέ μου καὶ σὲ τοῦτο, σὲ παρακαλῶ: μετὰ τὸν τόσο δύσκολο χωρισμὸ της ψυχής από το σώμα τί γίνεται ; Και, αφού ο χωρισμός έχει γίνει και η ψυχή έχει πάρει το δρόμο της, γιατί κάνουμε τόσα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους ;

Ο ‘Αγγελος πήρε βαθειά ανάσα και άρχισε την απόκρισή του:
– ΄Ακουσε, άγιε πάτερ μου. Μετά το χωρισμό της ψυχής από το σώμα, έρχονται οι άγιοι «Αγγελοι και την τρίτη μέρα την παίρνουν και την πηγαίνουν στον ουρανό, για να προκυνήσει τον Κύριο μας, τον Ιησού Χριστό.

Πρέπει, όμως, να σου πω εδώ πώς σε τούτο το διάστημα, δηλαδή από τη γη ώς τον ουρανό, υπάρχει μια μεγάλη Σκάλα, με πολλά σκαλιά και σε κάθε σκαλί, βλέπει κανείς ένα τάγμα δαιμόνων, που λέγονται τελώνια. Αυτά τα τελώνια και πονηρά πνεύματα, μόλις αντικρύσουν την ψυχή, κουβαλούν αμέσως τα πολλά και γεμάτα με τις αμαρτίες χειρόγραφα κι αυτά τα χειρόγραφα τα δείχνουν στους Αγγέλους λέγοντας: 
»τήν τάδε χρονιά, τη δείνα ώρα και τις τόσες του μηνός, η ψυχή αυτή έκαμε τούτο κ’ εκείνο, δηλαδή έκλεψε, είπε ψέματα, πόρνεψε, διέπραξε το δείνα έγκλημα, έπεσε σε μοιχεία» και ό,τι τέλος πάντων αμάρτημα έκαμε, κ’ είναι λεπτομερώς από τους δαίμονες γραμμένο.

Τότε και οι άγιοι ΄Αγγελοι παίρνουν άλλες περγαμηνές και άλλα χειρόγραφα, όπου είναι γραμμένες όλες οι αγαθοεργίες της ψυχής εκείνης: ελεημοσύνες, προσευχές, λειτουργίες, νηστείες και ό,τι άλλο καλό είχε κάνει στην επίγεια ζωή της.Ζυγίζουν τότε και αντισταθμίζουν οι ΄Αγγελοι και οι Δαίμονες τα έργα της ψυχής: και αν βρεθούν περισσότερα τ’ αγαθά, τότε παίρνουν την ψυχή πάλι οι ΄Αγγελοι και την ανεβάζουν στο επόμενο σκαλί, ψηλότερα.

Όταν, όμως, βλέπουν οι δαίμονες πώς ξέφυγε η ψυχή από τα χέρια τους και αρχίζει να ανεβαίνει σε ψηλότερο σκαλί, τρίζουν τα δόντια τους απ’ το θυμό σαν τα λυσσασμένα σκυλιά και ρίχνονται καταπάνω στους Αγγέλους να την αρπάξουν, έστω και την τελευταία στιγμή από τα χέρια τους. Σ’ αυτό το μεταξύ, φοβισμένη και κατατρομαγμένη ή ψυχή απ’ όλα αυτά, πάει να κρυφτεί κάτω από τα φτερά των ‘Αγγέλων, για να γλυτώσει.

Καί εκεί γίνεται μια μεγάλη λογομαχία και πάλη ανάμεσα στους Αγγέλους και στους Δαίμονες, ώσπου να ελευθερωθεί πέρα για πέρα εκείνη ή ταλαίπωρη ψυχή από τα λυσσασμένα νύχια των Δαιμόνων. Ανεβαίνουν τελικά οι ΄Αγγελοι με την ψυχή και προχωρούν προς το επόμενο σκαλί.

Μα κι εκεί βρίσκουν άλλο τελώνιο, πιό άγριο και πιο φοβερό. Κ’ εδώ οι Δαίμονες κάνουν μεγάλη φασαρία και ταραχή απερίγραπτη, για το ποιος θα κερδίσει την κατατρομαγμένη ψυχή. Αρχίζουν οι Δαίμονες πάλι να κραυγάζουν άγρια και να ελέγχουν την ψυχή, ρωτώντας επιδεικτικά:
– Πού πάς ν’ ανέβεις εκεί ψηλά; Δεν είσ’ εσύ που έπεσες στην πορνεία και καταμόλυνες το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος; Δεν είσ’ εσύ που βρώμισες με τις πράξεις σου το αγγελικό σχήμα; Και τώρα γιά που κίνησες να πας, αφού δεν σου αξίζει ο τόπος εκείνος; Γύρνα πίσω! Έλα πάλι κάτω! Πάρε το δρόμο και κατέβα στον σκοτεινό τον «Αδη! Πήγαινε στο πύρ το εξώτερον και στα σκουλήκια που άγρυπνα ροκανίζουν τα θύματά τους!..

Και τότε, αν ή ψυχή εκείνη με τα έργα της είναι άξια για την αιώνια καταδίκη, την παίρνουν οι πονηροί και ανάλγητοι Δαίμονες και την κατεβάζουν στα καταχθόνια της γης, σε τόπο φοβερό και κατασκότεινο. Καί, αλλοίμονο πιά στην ταλαίπωρη εκείνη ψυχή! Ούαι και αλλοίμονο στην ψυχή εκείνη, που θα καταριέται την ώρα που γεννήθηκε… Τότε είναι να σε πιάνει λύπηση να βλέπεις τις ψυχές που είναι καταδικασμένες για κείνον τον τόπο και να τις βλέπεις, άγιε πάτερ, να έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη και να μην έχουν νa πιαστοῦν ἀπὸ πουθενά… Θλίψη ἀπερίγραπτη καὶ ἀβάσταχτος πόνος, ἀσήκωτος!

Αν, ὡστόσο, ἡ ψυχὴ βρεθεῖ καθαρὴ καὶ δίχως ἁμαρτίες, τότε ἀνεβαίνει συντροφιὰ μὲ τοὺς Αγγέλους στὸν οὐρανὸ κ᾿ αἰσθάνεται πολὺ μεγάλη χαρά: κάθε τόσο συναντάει καὶ ἄλλους ᾿Αγγέλους, ποὺ κρατοῦν, ὅπως οἱ Διάκονοι στὴν ᾿Εκκλησία, λαμπάδες ἀναμμένες καὶ θυμιάματα μυροβόλα, καὶ τὴν κατασπάζονται μὲ ἀγάπη.

Μετὰ πᾶνε στὸ δεσποτικὸ θρόνο· ἐκεῖ προκυνάει τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Καὶ τότε ἀντικρύζει τοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων, τῶν ἁγίων Μαρτύρων, τῶν ἁγίων Πατέρων, τὰ ἐννέα τάγματα τῶν αγίων ᾿Αγγέλων, μὲ τὴν ἄρρητη ἐκείνη λαμπρότητα, καὶ ἀκούει τὴν ἀγγελικὴ ἐκείνη μελωδία καί εὐφραίνεται ἀπὸ τὸ ἀπερίγραπτο κάλλος καὶ τὴν ἀσύλληπτη ὡραιότητα!

Ο Αββάς Μακάριος ρωτάει πάλι, σε λίγο:
 ῞Αγιε ῎Αγγελε, σὲ ρώτησα κάτι καὶ γιὰ τὰ μνημόσυνα: πῶς καὶ γιατί γίνονται; ᾿Απάντησέ μου, σὲ παρακαλῶ.
– ῎Ακουσέ με, λοιπόν, ἅγιε πάτερ μου. Τὰ μνημόσυνα ποὺ ὀνομάζονται «τρίτα», γίνονται ὅπως ἔχουμε ξαναπεῖ ὥσπου νὰ περάσουν οἱ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τὴν κοίμηση· γιατί, βέβαια, ἴσαμε νὰ περάσουν τρεῖς μέρες, ἡ ψυχὴ δὲν ἀνεβαίνει νὰ προσκυνήσει τὸ δεσπότη Χριστό. ῎Ετσι, λοιπόν, γίνονται αὐτὰ τὰ μνημόσυνα σὰν ἕνα δῶρο πρὸς τὸν Χριστὸ γιὰ κείνη τὴν ψυχὴ ποὺ πάει νὰ Τὸν προσκυνήσει.

Μετὰ τὴν προσκύνηση στὸν δεσπότη Χριστό, οἱ ῎Αγγελοι παίρνουν πάλι τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κατεβάζουν στὴ γῆ. ᾿Εδῶ πιὰ τὴν περπατᾶνε στὰ διάφορα μέρη καὶ τοὺς τόπους ὅπου ἔζησε τὴν ἐπίγεια ζωή της καὶ τῆς θυμίζουν τὶς καλὲς καὶ τὶς κακὲς πράξεις της, λέγοντας:
– Θυμήσου πὼς ἐδῶ ἔκλεψες· ἐκεῖ ἔπεσες στὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας· ἐδῶ ἔπεσες στὴν καταλαλιά· ἐκεῖ σκότωσες· ἐδῶ ἔγινες ἐπίορκος· ἐκεῖ βλαστήμησες· ἐδῶ καταχράστηκες μὲ ὑπέρογκους τόκους· ἐκεῖ μέθυσες· ἐδῶ λογομάχησες ἁμαρτωλά· ἐκεῖ σκανδάλισες τοὺς ἀδελφούς σου – κ᾿ ἕνα σωρὸ ἄλλα, ποὺ ἡ κάθε ψυχὴ μπορεῖ νὰ διέπραξε.

῞Υστερα, πάλι, τὴν περνᾶνε ἀπὸ τοὺς ἄλλους τόπους, ὅπου ἔπραξε ἀγαθὰ ἔργα, λέγοντάς της:
– Θυμήσου πὼς ἐδῶ ἔκανες ἐλεημοσύνη· ἐκεῖ ἐνήστεψες· ἐδῶ ἔδειξες πραγματικὴ μετάνοια, μὲ δάκρυα καὶ συντριβή· ἐκεῖ ἔκανες λειτουργίες· ἐδῶ ἔκανες παρακλήσεις· ἐκεῖ ἔκανες ἀγρυπνίες· ἐδῶ προσευχές· ἐκεῖ γονάτισες καί ἔκανες μετάνοιες· ἐδῶ ἔδειξες σταθερότητα στὴν ἀρετὴ καὶ ἀντίσταση στὸν πειρασμό· ἐκεῖ ἔδειξες ἐγκράτεια – καὶ ὅλα τά ἄλλα καλὰ ἔργα ποὺ ἔκανε ἡ ψυχή.

Αὐτὸς ὁ περίπατος, σὲ ὅλα τὰ μέρη ποὺ ἔζησε ἡ ψυχή, κρατάει ἐννιὰ μέρες. Τὴν ἔνατη μέρα ἡ ψυχὴ ἀνεβαίνει πάλι νὰ προσκυνήσει τὸ δεσπότη Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη – δηλ. ὥς ἐκείνη τὴν ἡμέρα – γίνονται καὶ τὰ «ἔνατα» ὅπως τὰ ὀνομάζουμε, μνημόσυνα, τὰ ὁποῖα γίνονται καὶ στέλνονται σὰν δῶρο καὶ σὰν ἐνθύμηση στὸν Κύριο, γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ ἔρχεται, νὰ τὴν ὑποδεχθεῖ μὲ ἱλαρὸ βλέμμα καί εὐμενῆ διάθεση.

Οἱ παρακλήσεις ποὺ γίνονται μὲ τὰ μνημόσυνα, εἶναι γραμμένο πὼς γίνονται «πρὸς ὠφέλειαν». Καὶ λέγονται συχνὰ πὼς ὠφελοῦν τὴν ψυχὴ τοῦ κεκοιμημένου οἱ ἐλεημοσύνες, οἱ λειτουργίες, τὰ μνημόσυνα. ᾿Ενίοτε βοηθοῦν τόσο πολύ, ποὺ μποροῦν ν᾿ ἀπαλλάξουν τὴν ψυχὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν κόλαση!

Αὐτά, ὅμως, δὲν ὠφελοῦν τὸν πολὺ κόσμο νὰ τὰ ξέρει, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λεπτομέρειες σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα δὲν εἶναι γιὰ ὅλους, καθὼς συγκρούεται μὲ τὴ γνωστὴ ἀλήθεια πὼς « ἐν τῷ ῞Αδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια »…

Υστερ᾿ ἀπὸ τὴ δεύτερη αὐτὴ προσκύνηση στὸν δεσπότη Χριστό, οἱ ῎Αγγελοι παίρνουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ξαναφέρνουν στὸν κόσμο.

Στὴ συνέχεια, τῆς δείχνουν τὸν Παράδεισο, τὸν ἀπέραντον ἐλαιῶνα μὲ τοὺς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ, τὶς
σκηνὲς ὅπου ἀναπαύονται οἱ δίκαιοι…
Κι ὅταν ἡ ψυχὴ βλέπει τὴν ἀπερίγραπτη ἐκείνη χαρὰ στὰ πρόσωπα τῶν δικαίων, αἰσθάνεται κ᾿ ἐκείνη μιὰ βαθειὰ κι ἀπέραντη χαρὰ καὶ παραμυθία, καὶ παρακαλεῖ τοὺς ᾿Αγγέλους νὰ τὴν ἀφήσουν ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς δικαίους!

Μετὰ τὴν πηγαίνουν νὰ δεῖ τὴν κόλαση, μὲ τὶς ποικίλες τιμωρίες τῶν ἁμαρτωλῶν, λέγοντας:
– Αὐτὸς ἐκεῖ ποὺ βλέπεις εἶναι ὁ πύρινος ποταμός· αὐτὸς ἐκεῖ, ὁ ἀκοίμητος ἑσμὸς τῶν σκουληκιῶν· τοῦτο ἐδῶ, τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· αὐτὸ ἐκεῖ, τὸ σκότος τὸ ἐσώτερον· αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων – καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα κολαστήρια τῶν ἁμαρτωλῶν…

῾Ο ἀββᾶς Μακάριος ἄκουγε προσεχτικὰ ὅτι ἔλεγε ὁ ῎Αγγελος, ὁ ὁποῖος σὲ μιὰ στιγμὴ στρέφει πρὸς τὸν ἅγιο Μοναχὸ καὶ τοῦ λέει:
– Ξέρεις, ἅγιε πάτερ, ὅτι δὲν ὑπάρχει σκληρότερη καὶ φοβερότερη τιμωρία στὴν κόλαση ἀπὸ κείνη ποὺ ζοῦν οἱ πόρνοι καὶ οἱ κλέφτες. ᾿Ιδιαίτερα, μάλιστα, ὅταν αὐτοὶ ποὺ ἔπεσαν στὴν πορνεία τυχαίνει νὰ εἶναι Μοναχὸς ἤ Μοναχή, ῾Ιερεὺς ἤ Πρεσβυτέρα…

῞Οταν πιὰ ἡ ψυχὴ γνωρίσει ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ τῆς δείχνουν οἱ ῎Αγγελοι, καὶ ἀφοῦ συμπληρωθοῦν οἱ σαράντα μέρες, τὴν ἀνεβάζουν πάλι νὰ προσκυνήσει τὸ δεσπότη Χριστό· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὥς τὶς σαράντα γίνονται τὰ «τεσσαρακοστὰ» λεγόμενα μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων. Αὐτὴ ἡ μέρα εἶναι πολὺ σημαντική, γιατὶ αὐτὴ τὴ μέρα θά ἀποφασίσει ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς γιὰ τὸ ποῦ πρέπει νὰ πάει πιὰ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα καὶ τὶς πράξεις της. Καὶ ὅπου πάει τώρα ἡ ψυχή, κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ θὰ μείνει ὥς τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὁπότε θ᾿ ἀναστηθεῖ καὶ τὸ σῶμα καὶ θ᾿ ἀπολαύσει τοὺς καλοὺς ἤ κακοὺς καρποὺς τῶν ἔργων του.

᾿Ακούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἅγιος Γέροντας, στέναξε βαθιά, δάκρυσε πικρὰ καὶ εἶπε:
– Οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο στὴ μαύρη μέρα ἐκείνη, ὅπου γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ἁμαρτωλός…
– Ναί, τοῦ λέει ὁ ῎Αγγελος· ναί, τίμιε Γέροντα, εἶναι σωστὸ αὐτό, γιὰ τὸν κάθε ἁμαρτωλό. ᾿Αλλὰ γιὰ
τὸν ἀγαθὸ καὶ τὸν δίκαιο πρέπει νὰ πεῖς: «Εὐτυχισμένη καὶ μακάρια ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα ποὺ γεννήθηκε»!

Τότε ὁ Γέροντας ξεθαρρεύτηκε καὶ κάνει ἄλλο ἕνα σχετικὸ ἐρώτημα:
Σὲ παρακαλῶ, ἅγιε ῎Αγγελε, νὰ μοῦ ξεδιαλύνεις καὶ τούτη τὴν ἀπορία μου: μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ κάποτε ἄνεση ὁ ἁμαρτωλός, νὰ τελειώσει ἡ τιμωρία του;
– ῎Οχι, ἅγιε πάτερ μου, ἀποκρίνεται ὁ ῎Αγγελος. Οὔτε ἡ οὐράνια βασιλεία τῶν δικαίων ἔχει τελειωμό, οὔτε ἡ τιμωρία καὶ ἡ κόλαση τῶν ἁμαρτωλῶν. ῎Αν κάποιος ἔπαιρνε κάθε χίλια χρόνια ἕνα σπυρὶ ἀπὸ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας καὶ τὸ ἔβαζε κάπου ἀλλοῦ, θὰ ὑπῆρχε ἐλπίδα ἴσως κάποτε νὰ τελειώσει· μὰ ἡ κόλαση τῶν ἁμαρτωλῶν τέλος δὲν ἔχει!…

῾Ο ἅγιος Γέροντας ἐπιμένει καὶ συνεχίζει τὶς ἐρωτήσεις:
– ῞Αγιε ῎Αγγελε, πές μου σὲ παρακαλῶ: ποιοί ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους μας εἶναι πιὸ φιλεύσπλαγχνοι γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ τοὺς ξέρει καὶ νὰ τοὺς ἱκετεύει ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, γιὰ νὰ πρεσβεύουν στὸ Θεὸ καὶ νὰ Τὸν παρακαλοῦν γι᾿ αὐτόν;

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀποκρίνεται ὁ ῎Αγγελος, εἶναι φιλάνθρωποι καὶ σπλαγχνικοὶ γιὰ ὅλους σας, καὶ σᾶς βλέπουν μὲ ἀγάπη κ᾿ εὐμένεια. ῾Ωστόσο, ἡ ἀπὸ μέρους τῶν ἀνθρώπων ἀγνωμοσύνη καὶ ἀχαριστία τοὺς θυμώνει καὶ τοὺς ἐξοργίζει.

᾿Ακόμη, πρέπει νὰ σοῦ πῶ, ἅγιε Γέροντα, πὼς καὶ οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι ἔχουν πολλὴ ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία γιὰ τὸν ἄνθρωποἐπειδὴ ἐξαιτίας καὶ χάρη στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων εἶδαν κι αὐτοὶ καὶ γνώρισαν τὰ μεγάλα παράδοξα τοῦ Θεοῦ.

᾿Εκτὸς ἀπ᾿ αὐτούς, ὅμως, ἡ Κυρία καὶ Δέσποινά μας, ἡ Θεοτόκος, φροντίζει πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλους τὸ ἀνθρώπινο γένος. Θὰ ἔπρεπε, ἅγιε πάτερ μου, ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ ἔχει συνεχῶς στὸ στόμα του τὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου, μ᾿ εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη. Μὰ ὁ διάβολος τὸν ξεγέλασε καὶ τὸν ἔριξε στὰ βάραθρα τῆς ἀχαριστίας, τόσο ποὺ νὰ ξεχνᾶ πώς, ἄν ὑπάρχει ὁ κόσμος σήμερα καὶ στέκεται ὅπως στέκεται, αὐτὸ σίγουρα ὀφείλεται στὶς πρεσβεῖες καὶ τὶς ἱκεσίες τῆς Θεοτόκου!

Δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι ἔδειξαν περιφρόνηση καὶ καταφρόνησαν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ῾Αγίους Του, πράγμα ποὺ εἶχε σὰν συνέπεια βέβαια καὶ ὁ Θεὸς καὶ οἱ ῞Αγιοι νὰ τοὺς δείξουν, μὲ τὴ σειρά τους, καταφρόνηση… (σχ. Οδοιπ : ??? . καταφρονηση ο Θεος και οι Αγιοι ? τουλχιστον “ατυχη” λεξη …. η μεταφραση ισως ….. ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ? )

῾Ο ῞Αγιος Γέροντας, βλέποντας τὴν πρόθυμη συγκατάβαση τοῦ ᾿Αγγέλου ν᾿ ἀπαντάει σὲ ὅλα τὰ ἐρωτήματα, θέλησε νὰ ἐπιμείνει στὴ διάκριση ἀνάμεσα στὶς ἁμαρτίες καὶ ρώτησε:
 Σὲ παρακαλῶ, ἅγιε ῎Αγγελε, πές μου ἄν θέλεις: ποιά εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος;
– ῞Αγιε Γέροντα, τοῦ ἀποκρίνεται ὁ ῎Αγγελος, κάθε ἁμαρτία ποὺ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό· φαίνεται, ὅμως, πὼς μερικὲς ἁμαρτίες, ὅπως π.χ. ἡ μνησικακία καὶ ἡ βλασφημία, στέκονται πάνω πάνω καὶ κυριαρχοῦν· γιατί, βέβαια, καὶ μόνες τους αὐτὲς μποροῦν νὰ κατεβάσουν τὸν ἄνθρωπο στὰ βασίλεια τοῦ ῞Αδη, στὰ καταχθόνια, κάτω 
ἀπ᾿ τὴ γῆ καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴ θάλασσα.

῾Ο Γέροντας ἔδειξε σὰ νὰ μὴν ἱκανοποιήθηκε. Θέλησε νὰ κάμει σχεδὸν τὸ ἴδιο ἐρώτημα, μὲ ἄλλη μορφή:
– Πές μου, ἅγιε ῎Αγγελε: ποιό ἁμάρτημα μισεῖ ὁ Θεὸς πάνω ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα;
– 
Τὴν κενοδοξία, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ῎Αγγελος. Ξέρεις πὼς μοναχή της αὐτὴ ἡ ἁμαρτία ὁδήγησε τὸν κόσμο στὴν πτώση καὶ τὴν ἀπώλεια, μιὰ κι ἐξαιτίας της ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδὰμ ἐξορίστηκε ἀπ᾿ τὸν Παράδεισο· ἐξαιτίας της ὁ ἀρχιδαίμονας γκρεμίστηκε ἀπ᾿ τὴν περίοπτη θέση ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στοὺς ᾿Αγγέλους, κ᾿ ἐξαιτίας της ὁ Φαρισαῖος ἔχασε τοὺς κόπους ὅλων τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν καλῶν ἔργων του. Κι αὐτό, γιατὶ ἄν πέσει ὁ ἄνθρωπος στὸ πάθος καὶ τὸ ἁμάρτημα τῆς κενοδοξίας, εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ σηκωθεῖ.

Τότε ὁ Γέροντας βάζει ἄλλο ἐρώτημα, πάλι γιὰ τὴν τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν:
– Ποιοί ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ τιμωροῦνται περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους στὴν κόλαση;
– 
Σοῦ εἶπα, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ῎Αγγελος: πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλους κολάζονται ὁ πόρνος καὶ ὁ βλάσφημος.

῾Ωστόσο, πρέπει νὰ προσθέσω πὼς κάτω ἀπ᾿ ὅλα τὰ καταχθόνια καὶ ὅλες τὶς κολάσεις ὑπάρχει καὶ μιά ἄλλη φοβερὴ καὶ τρομερή, ποὺ τὴν ὀνομάζουν ἀφάνεια: ἐκεῖ τιμωροῦνται νὰ ὑποφέρουν οἱ ἁμαρτωλοὶ κληρικοί, μαζὶ μὲ τοὺς καλόγερους καὶ τὶς καλόγριες ποὺ ἔπεσαν στὴν πορνεία.

Γι᾿ αὐτό, ἅγιε Γέροντα, εἶναι γραμμένο πὼς τὸ τάγμα τῶν ᾿Αγγέλων ποὺ ἔπεσε κ᾿ ἔγινε δαιμονικό, αὐτὸ θά ἀνακαινιστεῖ καὶ θά ἀναπληρωθεῖ, καὶ θά ἀνέλθει σὲ μεγάλη δόξα καὶ τιμή, ἀπό τοὺς καλοὺς καὶ ἁγίους κληρικοὺς καὶ μοναχούς·

ἐνῶ, βέβαια, ὅπως σοῦ εἶπα, οἱ κακοὶ καὶ πονηροὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ μοναχοὶ πέφτουν σὲ ἔσχατη ἀτιμία καὶ ἐξαποστέλλονται στὴν κόλαση, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ κληρικοὶ ποὺ παραβαίνουν τοὺς θείους νόμους: ὅσοι δέχονται τὴν παρανομία καὶ τοὺς παρανόμους ἐπειδὴ τοὺς γεμίζουν τὶς ἱερατικὲς τσέπες μὲ δῶρα καὶ χαρίσματα πολλαπλᾶ, καὶ ὅσοι καταφρονοῦν καὶ παραλείπουν τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες τους γιὰ χάρη τῶν κοσμικῶν ἤ ἄλλων κοινωνικῶν φροντίδων τοῦ βίου, γιὰ τὰ ὁποῖα καὶ θὰ δώσουν κάποτε λόγο στὸ Θεό…

Καὶ τί νὰ πῶ καὶ γιὰ τοὺς ἱερεῖς ἐκείνους ποὺ μεθᾶνε; Οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονό τους, γιὰ τὸ πόσο φοβερὴ κόλαση τοὺς περιμένει!…

Πές μου, ξαναρωτάει ὁ Γέροντας,
– τί γίνεται μ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν λογαριάζουν καὶ δὲν τιμοῦν τὴ μέρα τῆς Κυριακῆς;

Καὶ ὁ ῎Αγγελος ἀποκρίνεται:
 Οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο καὶ σ᾿ αὐτούς, ἅγιε Γέροντα, γιατὶ τοὺς περιμένει φρικτὴ κόλαση καὶ τιμωρία. ῞Οποιος δὲν λογαριάζει καὶ καταφρονεῖ τὴν Κυριακή, εἶναι σὰν νὰ καταφρονεῖ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος θὰ τὸν καταφρονήσει, γιατὶ ἡ μέρα τῆς Κυριακῆς εἶναι ἡ μέρα τοῦ Κυρίου: ὅποιος τὴν τιμᾶ, τὸν τιμᾶ καὶ ὁ Κύριος καὶ τὸν προστατεύει.

Κατὰ τὸν ἴδιο πάλι τρόπο: ὅποιος τιμᾶ καὶ σέβεται καὶ γιορτάζει τὶς μνῆμες τῶν ῾Αγίων, δέχεται μεγάλη βοήθεια στὸ βίο του ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους, γιατὶ ἐκεῖνοι ἔχουν μεγάλη παρρησία καὶ θάρρος νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸ Θεὸ κάτι, καί ᾿Εκεῖνος τοὺς τὸ δίνει. ῎Ετσι, μέσω τῆς ἱκεσίας καὶ τῆς πρεσβείας τῶν ῾Αγίων οἱ φιλάγιοι ἄνθρωποι ἀπολαμβάνουν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ πολλὰ εὐεργετήματα καὶ χαρίσματα.

Ωστόσο, ἄς τὸ ὁμολογήσουμε, ἅγιε Γέροντα: οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουνε διώξει ἀπὸ μέσα τους τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι οὔτε τὸν Θεὸ ἔχουν πιὰ φίλο τους, οὔτε καὶ κάποιον ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους, παρὰ ἔχουν προσκολληθεῖ στὰ βιοτικὰ καὶ κοσμικὰ πράγματα, ποὺ φθείρονται καὶ χάνονται. ᾿Αλλοίμονό τους!

Νὰ ξέρεις, ἅγιε Γέροντα, πὼς κάθε ἄνθρωπος ποὺ δὲν τιμᾶ καὶ δὲν σέβεται τὴν ἅγια μέρα τῆς Κυριακῆς, -εἴτε εἶναι ἱερέας, εἴτε μοναχός, εἴτε ὁποιοσδήποτε ἁπλὸς λαϊκὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου- δὲν πρόκειται νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, μήτε κι ἔχει κάποια ἐλπίδα σωτηρίας

Κύλησαν λίγες στιγμὲς μ᾿ ἕνα βάρος πολυσήμαντης σιωπῆς. Τὶς σκέψεις καὶ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου διέκοψε ὁ ἅγιος ῎Αγγελος:
– ῎Αν ἔχεις καὶ κάτι ἄλλο νὰ ρωτήσεις, ἅγιε Γέροντα, ρώτησε με, γιατὶ τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νά ἀνεβῶ πάλι στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸν Κύριό μου.

Τότε, βαριαναστέναξε ὁ ἀββᾶς καὶ ψιθύρισε, χύνοντας πικρὰ δάκρυα: «ἀλλοίμονο καὶ τρισαλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς! ῾Ο καλὸς καὶ ἅγιος δοῦλος τοῦ Κυρίου μου, ὄντας ῎Αγγελος, ἀσώματος καὶ ἀναμάρτητος, βιάζεται νὰ πάει ψηλὰ καὶ νὰ δώσει τὴ δοξολογία καὶ τὸν αἶνο του στὸν Κύριο, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ σωματικοί, ὑλόφρονες καὶ ἁμαρτωλοὶ δὲν φροντίζουμε γιὰ τὴν ψυχή μας καὶ καταφρονοῦμε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ φέρουν τὴ σωτηρία μας…».

Κι ὕστερα, φωναχτά, ρώτησε τὸν ῎Αγγελο:
 Πές μου, σὲ παρακαλῶ, ἅγιε ῎Αγγελε, ποιά προσευχὴ ταιριάζει πιὸ πολὺ στοὺς Μοναχούς;
– ῎Αν κάποιος ξέρει γράμματα, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ῎Αγγελος, μπορεῖ νὰ λέει τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ· ἄν, ὅμως, εἶναι ἀγράμματος, μπορεῖ νὰ προσεύχεται μὲ τὸ «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Αὐτὴ ἡ προσευχὴ θαρρῶ πὼς εἶναι ἡ πιὸ δυνατή, μὰ καὶ ἡ πιὸ εὔκολη, γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλοὶ Μοναχοί, ἄν καὶ ξέρουν γράμματα, ἐγκατέλειψαν ὅλες τὶς ἄλλες προσευχὲς καὶ κρατώντας μόνο αὐτὴ τὴν προσευχή, δίχως σταματημό, ἔσωσαν τὴν ψυχή τους.

Αὐτή, τὴν τόσο ἁπλῆ, μὰ καὶ τόσο ἀποτελεσματικὴ προσευχή, μποροῦν νὰ τὴν κρατήσουν καὶ νὰ τὴ λένε συνεχῶς καὶ οἱ νέοι καὶ οἱ γέροντες, καὶ οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ καλόγεροι καὶ οἱ καλογριές, καὶ οἱ γραμματισμένοι καὶ οἱ ἀγράμματοι, καὶ οἱ πολὺ ἔμπειροι μὰ καὶ οἱ ἄπειροι καὶ ἀμάθητοι. ῞Οποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του, μπορεῖ νὰ τὴν κρατήσει αὐτὴ τὴν προσευχὴ στὰ χείλη του καὶ στὴν καρδιά του, μέρα καὶ νύχτα, εἴτε στὸ κελλί του βρίσκεται εἴτε στὸ δρόμο, εἴτε εἶναι ὄρθιος κι ἐργάζεται, εἴτε κάθεται καὶ ἀναπαύεται. ᾿Ακόμη καὶ ἄν βρίσκεται στὸ δρόμο ἤ ταξιδεύει ἤ κάνει κάποιο ἔργο, ἄς ἔχει μὲ πόθο καὶ προθυμία στὰ χείλη καὶ στὴν καρδιὰ τούτη τὴν προσευχή, ποὺ εἶναι ἱκανὴ νὰ δώσει τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, σ᾿ ὅποιον τὴν ἐπιθυμεῖ πολὺ θερμά.

῾Ο Γέροντας ἔδειχνε πολὺ εὐχαριστημένος. ᾿Αλλὰ δὲν ἤθελε νὰ σταματήσει καὶ τὶς ἐρωτήσεις. Λέει, λοιπόν, στὸν ῎Αγγελο:
᾿Επειδή, ἅγιε ῎Αγγελε, ἦρθες νὰ μὲ διδάξεις, ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, πές μου σὲ παρακαλῶ καὶ τοῦτο: ἄν κάποιος ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τύχει νὰ βρεῖ κατάλληλη περίσταση καὶ νὰ διδάξει ἕναν ἄλλο ἁμαρτωλό, καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τοῦ δείξει τὸν καλὸ δρόμο καὶ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, αὐτὸ τὸ πράγμα θὰ τοῦ δώσει κάποιο πνευματικὸ κέρδος καὶ ὄφελος;

῾Ο ῎Αγγελος, τοῦ ἀπαντᾶ.
– ῞Οποιος διδάξει κάποιον ἄλλο ἁμαρτωλὸ καὶ καταφέρει νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας, βάζοντάς τον στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς, αὐτὸς ὄχι μόνο θὰ βγάλει τὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου ἀπ᾿ τὴν Κόλαση, μὰ καὶ τὴ δική του θὰ σώσει, μιὰ ποὺ θὰ «καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν», καθὼς λέει καὶ ἡ ῾Αγία Γραφή.

῞Οπως ἀκριβῶς καί ἕνας ἄλλος, ποὺ συμβουλεύει πρὸς τὸ κακὸ κάποιον ἄνθρωπο, ὄχι μονάχα ἐκεῖνον ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, μὰ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ψυχή του παραδίνει στὸ διάβολο. ῎Ετσι, λοιπόν, μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία χειρότερη ἀπ᾿ τὸ νὰ συμβουλεύει κάποιος ἕναν ἄνθρωπο πρὸς τὸ κακὸ καὶ τὴν ἀπώλεια·

ὅπως, ἀκριβῶς, δὲν ὑπάρχει καλύτερο ἔργο ἀπ᾿ τὸ νὰ συμβουλεύει κανεὶς πρὸς τὸ καλὸ καὶ τὴ σωτηρία ἕναν ἄνθρωπο.

Καὶ τελειώνοντας αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ῎Αγγελος, ἔκλινε σεβαστικὰ τὸ κεφάλι του πρὸς τὸν ἅγιο Γέροντα, λέγοντάς του:
– Εὐλόγησέ με καὶ συγχώρεσέ, ἅγιε πάτερ μου!

Τότε ὁ Γέροντας, προσπέφτοντας στὸν ἅγιο ῎Αγγελο, τὸν προσκύνησε καὶ τοῦ λέει:
– Πορεύου ἐν εἰρήνῃ, ἅγιε ῎Αγγελε! Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ θὰ βρίσκεσαι κοντὰ στὴν ῾Αγία Τριάδα, πρέσβευε καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, σὲ παρακαλῶ.

῎Ετσι, ὁ ἅγιος ῎Αγγελος ἄνοιξε τὰ φτερά του καὶ πέταξε πάλι πρὸς τὸν οὐρανό· ἐνῶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸ Θεό, ἐπέστρεψε πάλι στὸ κελλί του. Κι ἐκεῖ ἀφηγήθηκε ὅλα ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε στὸν πιστὸ ἀδελφὸ καὶ συνασκητή του, δοξάζοντας κ᾿ εὐλογώντας τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Περιοδικό Άγιος Κυπριανός. Αριθμός 330, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2006, σελ. 260-262 / Αριθμός 331, Μάρτιος – Απρίλιος 2006, σελ. 278-279 /  Αριθμός 332, Μάιος – Ιούνιος 2006, σελ. 293-295

Π. Β. Πάσχος. Ο γέροντας και άλλες αποκαλυπτικές ιστορίες, σελ. 76-89, εκδ. Ακρίτας.

https://greekdownloads.wordpress.com

Πατερικός: Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος. Αποκάλυψη Αγγέλου περί της ψυχής του ανθρώπου μετά θάνατον. (paterikos.blogspot.com)

===================

Διήγηση Αγίου Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη: Ο φυματικος μοναχος Βασιλειος…

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

-Κάποτε, ὅταν ὁ Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής, ἦταν στὸν Ἅγιο Βασίλειο, ἦρθε σὲ κάποια γειτονική συνοδεία, ἕνα λαϊκό παιδί, γιὰ νὰ γίνη μοναχός.

Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἦταν ὀρφανὸ καὶ υἱοθετημένο.

Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ἦρθε ὁ ψυχοπατέρας του στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τοῦ λέγει:

Ἐγὼ σὲ πῆρα ἀπὸ μικρὸ καὶ σὲ ἀνέθρεψα, γιὰ νὰ μὲ γηροκομήσης κιʼ ἐσὺ τώρα θὰ γίνης καλόγερος;

Καὶ τὸν πῆρε μὲ τὸ ζόρι κιʼ ἔφυγε.

Τό παιδί, ἀπὸ τὴν στενοχώρια του, ἔπαθε φυματίωσι.Τότε ὁ πατέρας του τὸν ἔδιωξε.

– Φύγε ἀπό ʼδῶ, νὰ μὴ μολύνης κιʼ ἐμᾶς καὶ πήγαινε στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ γίνης καλόγερος ἀφοῦ τὸ θέλεις.

Σηκώθηκε λοιπόν καὶ πῆγε ξανὰ στὸν Γέροντα τοῦ κελλιοῦ στὸν Ἅγιο Βασίλειο, καὶ τοῦ λέγει:

– Γέροντα, μὲ θυμᾶσαι ποιός εἶμαι;

– Ναί, σὲ θυμᾶμαι.

– Λοιπόν, ὁ πατέρας μου μοῦ ἐπέτρεψε νὰ γίνω καλόγερος.

– Καλά.

– Γέροντα ὅμως, νὰ σᾶς εἰπῶ ὅτι ἀπὸ τὴν στενοχώρια μου ἔγινα φυματικός, γιʼ αὐτὸ μʼ ἔδιωξε ὁ πατέρας μου.

– Τί ; Εἶσαι φυματικὸς καὶ ἦρθες ἐδῶ νὰ μᾶς κολλήσης κιʼ ἐμᾶς ; Ἄντε, φεύγα ! Φεύγα ἀπʼ ἐδῶ !

– Δὲν θέλω τίποτε, ἔλεγε ὁ νέος. Μόνο ἕνα ξεροκόματο καὶ βάλτε με σὲ μιὰ γωνία νὰ πεθάνω! Μόνο καλόγερο κάντε με. Δὲν θέλω τίποτε

– Ὄχι, εἶπε ἐκεῖνος ὁ Γέροντας καὶ τὸν ἔδιωξε.

Ἔφυγε, λοιπὸν, καὶ καθόταν σʼ ἕνα μονοπάτι καὶ ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα μὲ λυγμούς.

Κατὰ θεία Πρόνοια τήν στιγμὴ ἐκείνη περνοῦσε ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ἀπό ʼκεῖ.

Τὸν βλέπει καὶ τοῦ λέει:

– Τί ἔχεις, παιδί μου καὶ κλαῖς;

– Γέροντα ἦρθα στό Ἅγιον Ὄρος νὰ γίνω καλόγερος, ἀλλὰ ὁ Γέροντας μου μὲ ἔδιωξε γιατί εἶμαι φθισικός. Δυστυχῶς δὲν βρίσκεται κανένας νὰ μὲ κάνη μοναχό, κιʼ ἄς μʼ ἀφήση σέ μιά γωνιά νὰ πεθάνω. Μόνο νὰ μὲ κάνη καλόγερο καὶ δὲν θέλω τίποτε ἄλλο.

Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ σὰν ἄνθρωπος φοβήθηκε στὴν ἀρχή, ἀλλὰ ἡ μεγάλη του καρδιὰ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ παρατήση τὸ παιδί μόνο του.

– Ἔλα παιδί μου, τοῦ λέγει, καὶ τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ πῆγαν πάνω στήν καλλύβα του.

Στὴν συνοδεία του τότε ἦσαν ὁ πατήρ Ἰωάννης, ὁ πατήρ Ἐφραὶμ ὁ Βολιώτης, ὁ πατήρ Ἀθανάσιος ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφός του καὶ ὁ πατήρ Ἀρσένιος.

Ὅταν τὸ ἄκουσαν, εἶπαν ἰδιαιτέρως στὸν Γέροντα : – Θὰ μᾶς κολλήση κιʼ ἐμᾶς.

Μὴ μιλᾶτε, τοὺς λέει ὁ Γέροντας. Ὀ Θεὸς τὸν ἔστειλε γιὰ νὰ μὲ δοκιμάση, μήπως καὶ κάνω κάνα φταίξιμο στὸν Θεό. Ἐσεῖς μὴ μιλᾶτε καθόλου, ἐγὼ θὰ τὸν περιποιηθῶ μέχρι τὸν θάνατό του.

Τοῦ ἔκαναν μὲ σανίδια ἕνα κελλάκι καί ʼκεῖ τὸν φρόντιζε πολὺ ὁ Γέροντας. Ἔτρεχε καὶ ζητιάνευε νὰ οἰκονομήση κανένα συκάκι, παξιμάδι, σταφίδες, ἐλίτσες γιὰ τὸν νεαρὸ ὑποτακτικό του.

Ἔζησε κοντά τους περίπου ἕξι μῆνες καὶ μιὰ μέρα ὁ νεαρὸς λέει:

– Γέροντα, βλέπω κάτι γύφτισσες. Τί θέλουν γύρω ἀπὸ τὸ κρεββάτι μου;

Ὁ Γέροντας κατάλαβε καὶ λέει στὸν πατέρα Ἀρσένιο:

– Πάτερ Ἀρσένιε, ἑτοιμάσου. Εἶναι στὰ τελευταῖα του ὁ Βασίλης. Νὰ τὸν κάνω μεγαλόσχημο γιατί θὰ μᾶς φύγη.

Πᾶνε νὰ τὸν διαβάσουν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ πατήρ Ἐφραὶμ ὁ Βολιώτης δὲν ἔμπαινε μέσα.

– Μπές μέσα!!!

– Δὲν μπαίνω μέσα, γιατὶ ὁ γιατρὸς λέει ὅτι τὸ μικρόβιο κολλάει καὶ στὴν καμπάνα!!!

Στὴν ἀκολουθία ἦταν ὁ Γέροντας, ὁ πατήρ Ἀρσένιος, ὁ πατήρ Ἀθανάσιος καὶ κάποιος ἱερέας. Τὸν διάβασαν, τὸν στολίσαν, τὸν πῆγαν στὸ κελλάκι του καὶ τὸν ἄφησαν στὸ κρεββάτι.

– Βασίλη μου, τώρα θὰ πάω νὰ κάνω τὴν προσευχή μου. Σὲ δύο-τρεῖς ὧρες θά ῥθῶ, μόνο νὰ λὲς συνεχῶς τὴν εὐχή, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας καὶ πῆγε νὰ κάνη τὰ καλογερικά του καθήκοντα.

Κατόπιν ἔτρεξε νὰ δῆ τί κάνει ὁ Βασίλης.

Ὅταν ἔφθασε τὸν σκουντάει:

– Κοιμήθηκες, Βασίλη; ἀλλὰ καμιά ἀπάντησι.

Ἔτσι ὅπως ἦταν πέθανε. Μετὰ τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα πῆγε σὰν ἀγγελούδι στὸν οὐρανό.

Χαρὰ ὁ Γέροντας, ποὺ ἔφυγε ὁ πατήρ Βασίλειος στὸν οὐρανὸ ὡς ἄγγελος. Μόνος του τὸν ξέντυσε κατόπιν, τὸν ἔπλυνε καὶ ἔλεγε : – Ἄχ, Παναγία μου, νὰ κολλήσω καί ʼγώ ! Ἄχ, Παναγία μου , νὰ κολλήσω καί ʼγώ !

Παρακαλοῦσε νὰ κολλήση φυματίωσι, μὰ ὅσο ἐκεῖνος εὐχόταν, τόσο αὐτὴ ἔφευγε μακρυά του.

Ὁ Γέροντας τὴν φυματίωσι τὴν ἔλεγε ἁγία ἀρρώστια, γιατί λιώνεις σιγά-σιγὰ καὶ προλαβαίνεις νὰ ἑτοιμασθῆς ψυχικά. Μετὰ πῆρε ὅλα τὰ πράγματα τοῦ πατρός Βασιλείου καὶ τὰ ἔκαψε ἔξω θέλοντας νὰ προφυλάξη τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν μετάδοση τῆς ἀρρώστιας.

– Ἐλᾶτε, πατέρες νὰ κεραστοῦμε, γιὰ τὸν Βασίλη ποὺ πῆγε στὸν οὐρανό. Ώ, Παναγία μου, σώθηκε μιὰ ψυχή! Φέρτε λουκούμια!

Χαρὰ ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας! »Χριστὸς Ἀνέστη ! » Ποὺ ἔφυγε τὸ καλογέρι του καὶ σώθηκε.

Τὴν τρίτη ἡμέρα ποὺ κοιμήθηκε ὁ πατήρ Βασίλειος, τὸν βλέπει ὁ Γέροντας στὸν ὕπνο του, νὰ τὸν ἄγκαλιάζη καὶ νὰ τοῦ λέγη:

– Γέροντά μου, νὰ ἰδῆς τί μέ ʼκανες ! ἀξιωματικό ! Στρατηγὸ μέ ʼκανες , γεμάτο παράσημα !

ΔΌΞΑ ΤΩ ΘΕΏ !

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

==================

Τα σύκα της Εδέμ στην αυλή του παππού……. της Φωτεινής Τέντη

Ο παππούς ήταν άνθρωπος της γης. Είχε ζήσει όλη του τη ζωή μες στην αγκαλιά της, βυζαίνοντας τους καρπούς της.

Μερικές φορές νόμιζα ότι αγαπούσε πιο πολύ τα δέντρα και τα αμπέλια του, παρά τους ανθρώπους.

Η γιαγιά είχε φύγει κάποια χρόνια πριν, αλλά εκείνος αρνιόταν πεισματικά να έρθει να μείνει στην Αθήνα με τα παιδιά του.

Τα καλοκαίρια στο χωριό μαζί του, είναι ό,τι πιο όμορφο έχω να θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια.

Με φρόντιζε, μου μάθαινε τις παραξενιές που έκρυβε το χώμα και τα μυστικά ψιθυρίσματα της φύσης.

Εκείνο το καλοκαίρι έκλεινα τα δέκα.

Ο παππούς είχε πεθάνει τον προηγούμενο χειμώνα κι εγώ δεν έβρισκα λόγο να πάμε, αφού δεν θα ήταν εκείνος.

Με πήραν οι γονείς μου τραβώντας με και η αλήθεια είναι ότι επειδή πάντα ήμουν κοιλιόδουλη, με δελέασαν με την υπόσχεση ότι φέτος θα έτρωγα όσα σύκα ήθελα μια και κάθε χρόνο μου έβαζαν περιορισμούς για ευνόητους λόγους.

Εκεί στην αυλή υπήρχε μια συκιά που είχε φυτέψει ο παππούς πριν από πολλά χρόνια.

Από κάτω είχε φτιάξει ένα πετρόχτιστο ντιβάνι όπου καθόταν ή ξάπλωνε όταν βρισκόταν στο σπίτι και δεν τριγυρνούσε στα χωράφια.

Την αγαπούσε τόσο πολύ τη συκιά, που μερικές φορές νόμιζα ότι ήταν το άλλο του παιδί, αυτό που είχε σκαρώσει με την ερωμένη του… τη γη.

Κάθε πρωί έβγαινα τρέχοντας να κάτσω στη σκιά του δέντρου και να απολαύσω τα σύκα που μου άφηνε πριν φύγει για τα κτήματα.

Διάλεγε τα πρωινά, τα πιο ζουμερά και γλυκόσαρκα, εκείνα που ίσα έσταζαν κόκκινο μέλι όταν τα καθάριζες, δείγμα ότι δεν ήταν ούτε άγουρα ούτε τόσο ώριμα για να σε λιγώνουν και να σε απογοητεύουν με τη ρευστή υφή τους.

Τα είχε κρυμμένα μόνο για μένα μέσα σε πήλινη γαβάθα που βουτούσε από πριν στο νερό και κρατούσε τη δροσιά.

Όταν τα έβαζα στο στόμα μου, ήξερα ότι και οι πρωτόπλαστοι αυτά έτρωγαν στον κήπο της Εδέμ, που μας μάθαιναν στο σχολείο.

Το καλοκαίρι μετά το θάνατο του παππού, οι δικοί μου αποφάσισαν ότι είχε φτάσει η ώρα να κόψουν το δέντρο που οι ρίζες του είχαν φτάσει ως τα θεμέλια του σπιτιού και από ώρα σε ώρα θα τα πετούσαν έξω.

Μέχρι τότε ο παππούς δεν το επέτρεπε γιατί «δεύτερη συκιά σαν αυτή δεν υπήρχε» και αυτά που έλεγαν οι άλλοι «ήταν βλακείες». Τα δέντρα έχουν ψυχή και αγαπούν τους ανθρώπους που τα φροντίζουν. Σιγά μην έριχναν οι ρίζες της το σπίτι. Όταν έπρεπε, θα ξεστράτιζαν.

Έτσι έλεγε ο παππούς.

Μάταια έκλαιγα και φώναζα στους γονείς μου ότι δεν μπορούσαν να σκοτώσουν τη συκιά. Δεν καταλάβαιναν…

Τελικά, αναγκάστηκα να τους αποκαλύψω όλη την αλήθεια. Κάθε βράδυ πριν κλείσω τα μάτια μου να κοιμηθώ, έβλεπα από το παράθυρο μου τον παππού, που έρχονταν και κάθονταν στη συκιά για να ξαποστάσει.

Έμενε εκεί και κοιμόταν μέχρι το πρωί.

Οι δικοί μου γελούσαν και με έλεγαν ονειροπαρμένη, ενώ η μάνα μου ψιθύριζε κρυφά στον πατέρα μου ότι ίσως έπρεπε να με δει γιατρός στην Αθήνα.

Έριξαν στις ρίζες πετρέλαιο, μετά χλωρίνη, μα η συκιά εκεί.

Τελικά, μια μέρα που έλειπα, ήρθε η μπουλντόζα και πέταξε το δέντρο. Μαζί και το πετρόχτιστο ντιβάνι.

Έμεινε μια τρύπα να χάσκει κι εμένα να μου θυμίζει τρομερό μάτι κύκλωπα.

Γέμισαν την τρύπα με ασβέστη και τη σκέπασαν με χώμα.

Δεν ξαναπερπάτησα ποτέ στο μέρος της αυλής που ήταν κάποτε η συκιά. Το θεωρούσα ιεροσυλία.

Νόμιζα πως εκεί έθαψαν τον παππού δεύτερη φορά κι εγώ πατούσα στον τάφο του.

Λίγες μέρες μετά την αποκαθήλωση της συκιάς, βρήκα δύο σύκα στο περβάζι του παραθύρου μου. Από τότε τα έβρισκα κάθε πρωί, για όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι. Μόνο τότε ησύχασα ότι ο παππούς μάς είχε συγχωρέσει όλους.

Τώρα πια, έχω μεγαλώσει. Σύκα δεν βρίσκω.

Το σπίτι έχει περάσει σε μένα και οι δικοί μου έχουν φύγει κι αυτοί.

Ξαναφύτεψα μια συκιά. Στο ίδιο σημείο.

Μόλις μεγαλώσει αρκετά, ίσως εμφανιστούν και πάλι τα αγαπημένα φρούτα στο περβάζι μου.

Μπορεί τότε να ξαναρθεί και ο παππούς να κοιμηθεί από κάτω.

Ίσως έτσι καταφέρω να βρω πάλι το δεκάχρονο κορίτσι που δεν το τρόμαζε ο θάνατος των αγαπημένων του. Ήξερε ότι εκείνοι θα γύριζαν πάντα στα μέρη που αγάπησαν, για να φανερωθούν σε αυτούς που δεν τους φόβιζαν οι δυνατές ρίζες των δέντρων.

Μου λείπει πολύ εκείνο το κορίτσι… Το ίδιο κι ο παππούς. 

Τα σύκα της Εδέμ στην αυλή του παππού …… της Φωτεινής Τέντη

=================